- υπολαμπάς
- -άδος, ἡ, Α(αμφβλ. λ.) είδος φεγγίτη ή παραθύρου.[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < ὑπολάμπω + κατάλ. -άς, -άδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπολαμπάδων — ὑπολαμπάς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)